- πανηβηδόν
- πᾰν-ηβηδόν, Adv.A with all the youth, Tz.H.7.995.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανηβηδόν — Μ επίρρ. όλοι μαζί οι έφηβοι, όλη μαζί η νεολαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἡβηδόν «κατά την εφηβική ηλικία»] … Dictionary of Greek